- φραμπουάζ
- τοάκλ. (λ. γαλλ.)1. ο καρπός του φυτού «Bάτος η ιδαία», το σμέουρο, είδος βατόμουρου.2. το γλύκισμα που γίνεται από αυτόν τον καρπό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.